θεοσοφιστής

θεοσοφιστής
ο
θηλ. θεοσοφίστρια, η αυτός που ασχολείται με τη θεοσοφία: Στην Ινδία υπάρχουν πολλοί θεοσοφιστές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θεοσοφιστής — ο, θηλ. θεοσοφίστρια αυτός που ασχολείται με τη θεοσοφία ή ο οπαδός της. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεοσοφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… …   Dictionary of Greek

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

  • θεόσοφος — η, ο, θηλ. και θεοσοφίστρια (AM θεόσοφος, ον) νεοελλ. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο θεόσοφος, η θεοσοφίστρια οπαδός τής θεοσοφίας, ο θεοσοφιστής ή η θεοσοφίστρια μσν. αρχ. αυτός που έχει θεία σοφία, ο σοφός σχετικά με τα θεία. επίρρ... θεοσόφως (Α)… …   Dictionary of Greek

  • Κρισναμούρτι, Τζίντου — (Jiddu Krishnamurti, Μανταναπάλ 1895 – 1986). Ινδός θεοσοφιστής φιλόσοφος. Προερχόταν από οικογένεια φτωχών βραχμάνων. Σε ηλικία μόλις 12 ετών μυήθηκε στις θεοσοφιστικές θεωρίες από την πρόεδρο της Παγκόσμιας Θεοσοφικής Εταιρείας, Άνι Μπέζαντ, με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”